07 March 2014

Μια φωτογράφηση



Τον Κυρ' Κώστα φωτογράφησα στα πλάισια μιας εργασίας με τίτλο "Η κρίση στο πρόσωπο της Αθήνας". Πριν 1 1/2 χρόνο. Μέντορας και δάσκαλος ο Γιάννης Μπεχράκης. Επαγγελματίας, μάχημος, με αυστηρότητα, δίκαιος, απαιτητικός. Δεν μας χαϊδευε, δεν μας δίδαξε φωτογραφία, απλώς πήγαινε μπροστά και μοιραζόταν της εμπειρίες και τα συναισθήματα του μαζί μας. Μας "έσπροχνε" μπροστά...
Και βγήκα στους δρόμους. Δεν ήθελα να ασχοληθώ με το "αβανταδόρικο" θέμα των αστέγων, δεν ήθελα να βρεθώ στην θέση να "εκμεταλλευτώ" τον "πόνο" τους για μια "καλή" φωτογραφία. Τον σεβασμό μου στην αξιοπρέπειά τους μόνο με την αποχή μπορούσα να εκφράσω. Βλέπετε, για να τους πλησιάσω και να συνεργαστώ μαζί τους δεν είχα αρκετό χρόνο σε ένα τριήμερο. Αλλά και σαν διάθεση με απασχολούσαν οι άνθρωποι που άντεχαν,, που κάποτε είχαν όνειρα και τα έκαναν ζωή, που είχαν μια ανθρώπινη ιστορία, είχαν φτιάξει μια ζωή με τον κόπο τους.  `Ανθρωποι με καρδιά που μου άνοιγαν τις πόρτες τους. 
Ψιλόβρεχε και περπατούσα στις γειτονιές της Αθήνας. Μόνη. Μέσα από την ανοιχτή πόρτα ενός ραφείου έβλεπα έναν άντρα να κάθεται πίσω από τον πάγγο με την ραπτομηχανή και να καπνίζει. Δεν είχε δουλειά και κάπνιζε. Κόντοστάθηκα, έβλεπα το ζεστό φως μέσα στο μαγαζί και το ψυχρό απ' έξω. Έφτιαξα στο μυαλό μου μια εικόνα. Πλησίασα και στάθηκα στην πόρτα. Τον ρώτησα αν μπορούσα να τον φωτογραφήσω. Εξήγησα τον σκοπό μου. Ντράπηκε και φοβόταν, ήταν και δύσπιστος. Έλεγε ότι θα έκλεινε και ότι δεν είχε χρόνο."Άλλη φορά", την Δευτέρα…
Του απάντησα και αρχησα να μιλάω. Με ρώταγε από που είμαι. Του έλεγα ότι η καταγωγή μου είναι από Γερμανία και Ελλάδα. ¨οτι σπούδασα, ενηλικιώθηκα και δούλευα εδώ. Του μίλαγα για το επάγγελμα και την δουλειά μου που την "έφαγε" η κρίση. Όπως πολλές δουλειές…Παρατήρησα μια εικόνα της ΑΕΚ πάνω από τον πάγγο. Και άρχησε να μου μιλάει εκείνος. ¨οτι η οικογένειά του ήταν από την Κωνσταντινούπολη. Ότι εκείνος ήρθε στην Ελλάδα και ζούσε την οικογένειά του με το ραφείο. Κάποια αδέλφια πήγαν στην Γερμανία. Χωρήστηκαν. Η γυναίκα του τον περίμενε. Είχε ένα πρόβλημα με το περπάτημα. Δεν την λυπάμε, μου λέει, την συμπονώ…
Ημουν πλέον μέσα στο μαγαζί και η ατμόσφαιρα ήταν ζεστή. Τον ρώτησα αν μπορούσα να τραβήξω φωτογραφίες μέσα στο μαγαζί. "Τώρα τράβα όσο θέλεις", μου λέει. Αφου γνωριστήκαμε…Άρχησα να τραβάω. Κάποια στιγμή πήγε στη ραπτομηχανή και έπιασε ένα κομμάτι ύφασμα και ξεκίνησε να το "ράβει". Είχε μια συγκροτημένη περιφάνεια, έκανε αυτό που ήταν η δουλειά του τόσα χρόνια και ταϊζε την οικογένειά του…Δεν με ενδιέφερε το πορτραίτο του, αλλά το δικό του βλέμμα. Με την Ελληνική σημαία στην γωνία και από την άλλη την πόρτα, απ'όπου θα έμπαιναν οι πελάτες. Δεν είχα ευρυγόνιο για να τα πιάσω και τα δύο. Έμεινα "μέσα" στο μαγαζί. Στους όμους του… 
Τελείωσα και τον ευχαρήστησα. Χάρηκα, μου λέει. Τώρα θα πάω στην γυναίκα μου. Πέρνα όποτε θέλεις. Σουρούπωνε, το φως του μαγαζιού ήταν ακόμα πιο ζεστό, το έσβησε και κλείδωσε την πόρτα. Βγήκαμε και οι δύο στην βροχή.

feel free to share with you friends