Ψάχνοντας ταινίες μικρού μήκους, που εγώ προσωπικά λατρευω, και με θέμα ή πρωταγονιστή την μοτοσυκλέτα, έπεσα στο "Δεύτερο κράνος" της Αθηνάς Σακελλαρίου.
Για να βρώ την ταινία, απευθύνθηκα στον σεναριογράφο της Κωστή Γκιμοσούλη και γνώρησα έναν γλυκήτατο άνθρωπο. Έψαχνα να βρω το διήγημά του "Δεύτερο Κράνος" και χάρην της ψηφιακής εποχής που ζούμε, το βρήκα. Και με ταξίδεψε...Κωστή, ευχαριστώ!
Για συντροφιά και να μας (συν)ταξιδέψει....
Για να βρώ την ταινία, απευθύνθηκα στον σεναριογράφο της Κωστή Γκιμοσούλη και γνώρησα έναν γλυκήτατο άνθρωπο. Έψαχνα να βρω το διήγημά του "Δεύτερο Κράνος" και χάρην της ψηφιακής εποχής που ζούμε, το βρήκα. Και με ταξίδεψε...Κωστή, ευχαριστώ!
Για συντροφιά και να μας (συν)ταξιδέψει....
Δεύτερο κράνος
Μια νταλίκα σταματάει στα διόδια. Η πόρτα του συνοδηγού ανοίγει απότομα και μια κοπέλα μ’ ένα σάκο πηδάει έξω. Με μία νευρική κίνηση τινάζει πίσω τα μακριά σγουρά μαλλιά της. Το πρόσωπο της ξαναμμένο, αποφασιστικό. Στραμμένο κατά τη μεριά μου.
- Άντε και γαμήσου! διάβασα στα χείλια της. Δεν το απηύθυνε όμως σε μένα αλλά στο φορτηγατζή.
Η νταλίκα πέρασε τα διόδια και έφυγε.
Ξεκίνησα κι εγώ, κι όπως σταμάτησα να πληρώσω, βρέθηκε στο πλάι μου. Ο υπάλληλος μου ‘κλεισε το μάτι να περάσω τζάμπα. Το πήρα για καλό σημάδι, γύρισα και την κοίταξα:
- Πάντως αν δεν κρυώνεις, υπάρχει και δεύτερο κράνος.
Με κοίταξε σαν χαμένη στην αρχή, σαν να μη μ’ έβλεπε. Μετά τα μάτια της άλλαξαν απότομα.
Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι.
Έκοψα δεξιά στο πλάτωμα μετά τα διόδια.
Ξεκαβάλησα, έβγαλα το κράνος και την παρακολούθησα καθώς ερχόταν. Έσερνε τα βήματα της κι έγερνε κουρασμένα προς το πλάι το κεφάλι της κάνοντας πως χαμογελάει με το ζόρι.
Αναρωτήθηκα αν ήταν το μόνιμο υφάκι της αυτό ή αν ήταν όντως τόσο μεγάλη η ταλαιπωρία της.
Τα λεία πεταχτά μάγουλά της έμοιαζαν κόκκινα από φυσικού τους. Μικρή, γύρω στα είκοσι. Φορούσε ένα πολύ στενό τζην, τα πόδια της λίγο στραβά.
Που την είχα ξαναδεί; Την ήξερα; Με κοίταξε πίσω απ’ τα μαλλιά της.
- Που πας; Ρώτησα
- Αλεξανδρούπολη. Μη γελάς, γαμώτο!
Τα μάτια της πέταγαν σπίθες. Ερχόταν από Αθήνα και πήγαινε Αλεξανδρούπολη που σπούδαζε δασκάλα. Θεσσαλονικιά, Πόντια, ΠΑΟΚ, Καλαμαριά. Φορούσε ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν και χειρονομούσε όπως τα μορτάκια. Πρόσωπο με κατάλευκη επιδερμίδα, παμπόνηρο κι αφελές συγχρόνως. Όπως η Χιονάτη.
Επέστρεψε από Αθήνα που είχε κατέβει. Για κάποιο γκόμενο, μ’ άφησε αόριστα μέσα σε λίγα γρήγορα λόγια να καταλάβω. Ταξίδευε με τραίνα, ωτοστόπ και λεωφορεία. Μιλούσε χειρονομώντας, νευρικά και με ταχύτητα, σαν να ήθελε να επιβληθεί σε κάποιον ή σε κάτι. Καθώς άνοιγε το στόμα της και πετούσε χίλιες λέξεις το λεπτό, δεν ήξερες τι ήταν προτιμότερο να κάνεις: να την αρχίσεις στις γρήγορες για να κάνεις να σωπάσει αυτό το πολυβόλο, ή να την αρπάξεις και να την φιλήσεις βιαία στο στόμα;
Άνοιξα την αριστερή βαλίτσα και της έδωσα το δεύτερο κράνος. Έπιασε τα πλούσια γυαλιστερά μαλλιά της μ’ ένα λαστιχάκι. Δύσκολη δουλειά να τα χωρέσει όλα μέσα. Φορούσε σκουλαρίκια με διαφορετικό χρώμα πετρούλες το καθένα. Πράσινη και τυρκουάζ. Ένα παιδικό δαχτυλίδι στο χέρι.
Έβγαλα και το άλλο μου πουλόβερ και της το ‘δωσα να το τυλίξει γύρω απ’ τον άσπρο της λαιμό.
- Μπορείς να μ’ αφήσεις στη Λάρισα. Από κει παίρνω λεωφορείο για Θεσσαλονίκη. Μετά το τραίνο για Αλεξανδρούπολη.
- Πας κατευθείαν Αλεξανδρούπολη;
- Ναι. Δεν θα περάσω καθόλου από το σπίτι στη Θεσσαλονίκη. Η μάνα μου δεν το ξέρει ότι έχω κατέβει.
- Θες σίγουρα να ‘ρθεις μαζί μου; Θα κάνει κρύο πάνω στη μηχανή.
- Ναι καλά. Στη φάση που βρίσκομαι εγώ τώρα ούτε κρύο καταλαβαίνω ούτε τίποτα. Καλό θα μου κάνουν μερικά παγωμένα χαστούκια. Μπας και ξυπνήσω.
Οδηγούσα λόγω της παρουσίας της διαφορετικά. Ακουμπούσε στην πλάτη μου και σε κάθε σαμαράκι του δρόμου, σε κάθε απότομη στροφή η επαφή μας αυξανόταν. Είχα ανάγκη απ’ αυτό το άγγιγμα για να μου υπενθυμίζει λίγο και την αληθινή ζωή. Πριν, έτσι χαμένος μέσα στο κεφάλι μου, είχα ξεχάσει ότι υπάρχω.
Υπάρχω;
Άνοιξα τη ζελατίνη του κράνους μου:
- Κρυώνουν τα χέρια σου;
- Τιιιι;
Ο παγωμένος αέρας μου δάκρυζε τα μάτια.
- Γάντια, ούρλιαζα. Έχεις;
- Όχιιιιι.
- Βαλ’ τα χέρια σου στις τσέπες μου για να μην κρυώνουν.
Τα σύννεφα έτρεχαν πάνω απ’ το κεφάλι μας σαν δαρμένα σκυλιά. Το παγωμένο χορτάρι στις άκρες της Εθνικής το πλάγιαζε ο δυνατός αέρας. Οι ξαφνικές ριπές του μου κουνούσαν τον τιμόνι. Αν δεν ήξερα τη συμπεριφορά της μηχανής μου στους πλάγιους ανέμους θα φοβόμουν μη μας ρίξει κάτω.
Έσκυψα πάνω στο τιμόνι και το ίδιο έκανε κ υποχρεωτικά και το κορίτσι πάνω στην πλάτη μου. Προσπαθούσα να μικρύνω τον όγκο μου, κόλλησα τους αγκώνες στα πλευρά μου, κρύφτηκα πίσω απ’ το φέρινγκ.
Η οδήγηση της μηχανής κάτω από παρόμοιες συνθήκες μοιάζει μ’ εκείνη του ιστιοπλοϊκού. Με την έννοια ότι την κατευθύνεις χρησιμοποιώντας το κορμί σου για πανί και ρίχνοντας ανάλογα το βάρος σου.
Πιάσαμε τα τελευταία υψώματα με τις στροφές πριν κατεβούμε. Βελεστίνο. Ύστερα περάσαμε τη διασταύρωση για Ριζόμυλο. Κανονικά, εγώ εκεί θα έπρεπε να είχα κόψει δεξιά, αν ήθελα ν’ ακολουθήσω τον αρχικό προορισμό μου. Όμως συνέχισα.
Μπήκαμε στην ατελείωτη ευθεία του Θεσσαλικού κάμπου. Είναι απ’ τα σημεία που βαριέσαι και ανοίγεις τέρμα γκάζι. Προσπερνούσαμε ελάχιστα κουρσάκια στο αδειανό τοπίο. Κλεισμένα στον εαυτό τους φορτηγά. Γιγαντοαφίσες μόνες στα απέραντα χωράφια.
Το κόκκινο λαμπάκι της ρεζέρβας είχε ανάψει από ώρα, αλλά όλο ανέβαλλα να σταματήσω. Σ’ ενοχλεί να σταματάς όταν πιάσεις το ρυθμό. Επιπλέον όταν κατεβαίνεις από την μηχανή κρυώνεις περισσότερο. Όσο είσαι επάνω σε μουδιάζει ο αέρας. Σε κρατάει ζεστό η ένταση.
Τελικά έκοψα δεξιά σε μία ΕΚΟ. Ξεκλείδωσα την τάπα, όμως ο βενζινάς δεν έλεγε να βγει.
Το κορίτσι μου ζήτησε να κατέβει.
- Πιάστηκες;
- Έγινε ο κώλος μου τσιμέντο, είπε με βραχνή φωνή.
Κινιόταν και μιλούσε περισσότερο σαν αγόρι παρά σαν κορίτσι.
Έβγαλε μ’ ένα ουφ το κράνος, τίναξε τα μαλλιά της στον αέρα. Η ποντιακή μύτη της είχε γίνει αστεία κόκκινη απ’ το κρύο.
Το στόμα της, με το πάνω χείλος πιο εξογκωμένο απ’ το κάτω, είχε πανιάσει.
Χουχούλιαζε τα μικρά της δάχτυλα με τα φαγωμένα νύχια, χτυπώντας τα μποτάκια στο τσιμέντο.
Ένας κοκκινομούρης γέρος με σκούφο και ριγμένο στους ώμους ένα βαρύ αμπέχωνο, βήχοντας, άνοιξε την τζαμένια πόρτα και μας πλησίασε.
- Άντε ρε θείο, είπε το κορίτσι, τηλεόραση έβλεπες; Ξυλιάσαμε.
- Τι ανάγκη έχετε σείς; πνίγηκε στο βήχα ο θείος και μου χαμογέλασε πονηρά. Το χνώτο του μύριζε κρασί.
Κρατούσε ένα τσιγάρο ανάμεσα στα κιτρινισμένα του δάχτυλα μαζί με τη μάνικα.
- Για μας δεν έχεις τίποτα να πιούμε;
- Πως δεν έχω, κοπέλα μου. Εγώ πίνω ρετσίνα. Έχω μέσα κι ένα μπουκαλάκι κονιάκ.
Γέμισε το ντεπόζιτο, τον πλήρωσα και ακολουθήσαμε μέσα.
Άπλωσε το χέρι του και έπιασε ένα παλιό Βότρυς απ’ το ράφι με τα ορυκτέλαια. Κάθησε πίσω και από ένα σκουριασμένο γραφειάκι κι έσπρωξε προς το μέρος μας μια σόμπα γκαζιού. Έβγαλε δυο ανόμοια διαφημιστικά ποτηράκια από το συρτάρι και μας τα γέμισε. Έβγαλε κι ένα δικό του μισογεμάτο με κρασί.
- Στην υγειά σας! Άντε και καλή χρονιά!
Όταν άρχισε να βήχει νόμιζα ότι από στιγμή σε στιγμή θα έβγαζε τα σπλάχνα του.
- Στην υγειά μας, είπαμε κι εμείς.
Κοιταχτήκαμε και το κατεβάσαμε μονορούφι.
Ήταν κρύο αλλά σ’ έκαιγε. Ήπιαμε δυο τρία ακόμα κι αρχίσαμε να ζεσταινόμαστε.
Κίνηση δεν είχε, ο γέρος κουβέντα ήθελε.
Μόνο που μου έσπαγε τα νεύρα να τον ακούω να βήχει έτσι. Έχω πρόβλημα με το βήχα, τεντώνεται το νευρικό μου σύστημα όταν ακούω κάποιον να βήχει έτσι, από βαθιά.
Σκεφτόμουν πως όσο καθόμασταν μέσα, στη ζέστα, τόσο πιο δύσκολα θα ήτανε μετά όταν θα ξαναβγαίναμε. Όμως την παρακολουθούσα να μιλάει, να μιλάει και να μην σταματάει. Να χειρονομεί, να καπνίζει, να κατεβάζει μονορούφι τα ποτηράκια του κονιάκ. Την είχε πιάσει φοβερή λογοδιάρροια. Πιανόταν από ότι της έλεγε ο γέρος, δεν άφηνε τίποτα να περάσει αχτύπητο. Της έκανα με τρόπο δυο τρεις φορές να φύγουμε αλλά δεν κουνιότανε. Ο γέρος την είχε καταβρεί μαζί της κι όσο την έβρισκε τόσο κι έσκαγε στο βήχα. Τα μάτια του είχαν πεταχτεί έξω, είχε γίνει κατακόκκινος.
Ένα περιπολικό έστριψε αργά στο βενζινάδικο. Πλησίασε. Σταμάτησε μπροστά στην τζαμένια πόρτα. Ο γέρος σηκώθηκε βιαστικά, φόρεσε τη σκούφια του κι άνοιξε. Ο αστυνομικός που καθόταν συνοδηγός κατέβασε το παράθυρο. Κοιτούσε με ενδιαφέρον τη μοτοσυκλέτα.
- Εγώ φεύγω, της είπα
- Τόσο πολύ βιάζεσαι;
Ξαφνιάστηκα απ’ τα μάτια της.
Κοιτούσε σαν αγρίμι. Έτοιμη να πάρει φωτιά προς κάθε κατεύθυνση.
- Απλώς δεν γουστάρω άλλο εδώ μέσα.
Ο γέρος ξαναμπήκε γελώντας. Το περιπολικό απομακρύνθηκε το ίδιο αργά.
- Δικά μας παιδιά, είπε. Φοβήθηκαν για ληστεία.
- Σε προσέχουνε, έτσι; είπε το κορίτσι.
Το πρόσωπο της είχε μακρύνει, είχε γίνει κακό.
- Βάλε ακόμα ένα κονιάκ.
Βγήκα έξω.
Ένιωθα τεντωμένος χωρίς πραγματική αιτία.
Ένα βαθύ παράπονο για όλους και για όλα μ’ έπνιγε στο λαιμό.
Έτσι ακριβώς θα πρέπει να νοιώθει ένας ορφανός του κόσμου, ένας που τα ‘χει χάσει όλα, ένας αλήτης, ένα ρεμάλι. Κάποιος που παρελθόν και μέλλον του παρουσιάζονται όλα στο παρόν και δεν χωράει πουθενά. Αλλού νιώθει λίγος και αλλού τεράστιος.
Ένοιωθα συσσωρευμένη ενέργεια που προσπαθούσε να βρει διέξοδο. Με πίεζε από παντού.
Μπορώ να αντέξω απίστευτη πίεση και να συνεχίζω εξωτερικά να υποκρίνομαι πως δεν τρέχει τίποτα. Είμαι γνήσιο μοναχοπαίδι.
Στερέωσα το κράνος μου στον καθρέφτη της μοτοσυκλέτας. Πήγα στο πίσω μέρος του βενζινάδικου και κατούρησα πλάι σε σωρούς πεταγμένα λάστιχα, σε βαρέλια ξέχειλα από χρησιμοποιημένα λάδια. Κατούρησα για ώρα ξεφυσώντας μες στο κρύο. Είχα έναν ασυνήθιστο ερεθισμό.
Όταν γύρισα τη βρήκα κοντά στη μηχανή με σκυμμένο το κεφάλι. Κοιτούσε με πείσμα τα μποτάκια της. Μίλησε πίσω απ’ τα μαλλιά της:
- Θα βρω κάποιον να με πάρει.
- Εσυ; κάγχασα. Είμαι σίγουρος ότι θα βρεις.
Τίναξε πίσω την κουρτίνα των μαλλιών και με κοίταξε μ’ ένα ύφος από κείνα που δεν σηκώνουν πολλά πολλά:
- Έχεις κάτι με τις γυναίκες;
Ξέστησα τη μηχανή, ανέβηκα κι έβαλα το κλειδί στο διακόπτη. Κρατούσε πάντα περασμένο στο χέρι της το κράνος που της είχα δώσει:
- Άντε, θ’ ανεβείς;
Έβλεπα την άσφαλτο να φεύγει κάτω από τα πόδια μου.
Το καθολικό μπούκωμα στον ουρανό είχε σπάσει, ένας κίτρινος ήλιος με δόντια φανερωνόταν που και που πίσω απο μακρουλά σύννεφα που ταξίδευαν προς την αντίθετη μ' εμάς κατεύθυνση. Ήμουν μέσα στο τοπίο. Γινόμουνα σιγά σιγά ένα με το τοπίο.
Έσφιξα το ντεπόζιτο ανάμεσα στα σκέλια μου και συντονίστηκα με τον κινητήρα. Ακουγόταν ζεστός, συμπαγής και υπάκουε μ' απεριόριστη ροπή.
Τρώγαμε τα τελευταία χιλιόμετρα πριν τη Λάρισα και το ταξίδι για μια ελάχιστη στιγμούλα άρχισε να μπαίνει μέσα μου σαν ευλογία.
Που ευλογία είναι, όταν ταξιδεύω με τη μηχανή, ότι δεν προλαβαίνω να σκέφτομαι. Είμαι τόσο προσηλωμένος στην οδήγηση και την προσεκτική ανίχνευση του δρόμου, που μου είναι αδύνατο να κάνω ολοκληρωμένες σκέψεις. Μόνο συνεχόμενες εικόνες γλιστράνε μέσα μου παράλληλες με την ασπρη διαχωριστική.
Αυτό είναι και το δώρο της μοτοσυκλέτας: Απαιτώντας αυξημένη τη συμμετοχή του οδηγού της, αποσυνθέτει κάθε τακτοποιημένη λειτουργία του μυαλού.
Ανεβαίνεις πάνω στη μηχανή βαρύς και ζορισμένος και πριν καλά καλά να φτάσεις στον προορισμό σου έχεις ήδη εξατμιστεί. Ο αέρας που σε χτυπάει καταπρόσωπο είναι αποτέλεσμα της ίδιας σου της κίνησης.
Η χαρά του ταξιδιού σε κάνει και ξεχνας για που ξεκίνησες. Και απ' τη στιγμή που παύει να υπάρχει σκοπός αρχίζει η ζωή.
Στα φανάρια της Εθνικής έξω απ’ τη Λάρισα, αμέσως μετά τη διασταύρωση για Αγιά και Βόλο, έβγαλα φλας να στρίψω αριστερά. Περάσαμε τις γραμμές του τραίνου, κόψαμε δεξιά παράλληλα με το στρατόπεδο και φτάσαμε στο σταθμό των ΚΤΕΛ.
Το επόμενο λεωφορείο για Θεσσαλονίκη θα έφευγε σε μία ώρα.
Το καφενείο του σταθμού ήταν γεμάτο κόσμο, δέματα και βαλίτσες, μικροπωλητές. Τα τζάμια θαμπωμένα απ’ τις ανάσες. Στο αόρατο μεγάφωνο μια φωνή ανήγγελε αφίξεις και αναχωρήσεις.
Βρήκαμε ένα τραπεζάκι κοντά στην πόρτα που ανοιγόκλεινε συνεχώς κι έμπαζε κρύο.
Άφησε το σακίδιο της στην καρέκλα, αφού πρώτα έψαξε και βρήκε χαρτομάντιλα, και πήγε βιαστική στην τουαλέτα. Εγώ παρήγγειλα δυο ελληνικούς.
Η ώρα ήταν τρεις και κάτι, αλλά στην ουσία δεν υπήρχε ώρα ούτε μέσα στο κεφάλι μου αλλά ούτε και στο έξω φως. Πότε έβγαινε αυτός ο κίτρινος παγωμένος ήλιος και πότε κατέβαιναν απειλητικά τα γκρίζα σύννεφα, όπως ένα βαρύ καπάκι, κι έκαναν τη μέρα νύχτα. Μέσα στην αίθουσα ήταν αναμμένο το ηλεκτρικό.
Έβλεπα τις φάτσες γύρω μου, άκουγα τις κουβέντες. Βαριά θεσσαλικά, αλλά κι άλλες γλώσσες από πρόσωπα ξένα, αλβανικά, βουλγάρικα, ρουμάνικα.
Άνθρωποι σε μια αδιέξοδη μετακίνηση, στριμωγμένοι από πατρίδα κι από χρήμα. Προσμένοντας μια καινούργια αρχή.
Έτοιμοι δηλαδή για την επερχόμενη μεταλλαγή. Σ’ ένα καινούργιο κόσμο που όλοι θα μοιάζουν πλέον ίδιοι μεταξύ τους.
Γύρισε και κάθησε απέναντι μου.
Το πρόσωπο της είχε γλυκάνει. Το βλέμμα της ήταν διαφορετικό. Ήμουνα βέβαιος ότι κάπου κάποτε την είχα ξαναδεί.
- Συγνώμη για πριν, είπε.
Δεν μίλησα. Δεν ήξερα τι να πω.
Μου ζήτησε να της στρίψω ένα τσιγάρο απ’ τον καπνό μου. Έκανα δυο. Ένα για κείνη κι ένα για μένα.
Μ’ ακούμπησε καθώς της άναβα και τα δάχτυλα της ήταν κρύα.
Κοιταχτήκαμε.
Άπλωσα και της τράβηξα τα χέρια μέσα στα δικά μου. Τα έκρυψα μες στις παλάμες μου και τα χουχούλιασα. Ήταν μαλακά και με πολύ ευαίσθητη επιδερμίδα. Μύριζαν όπως του μωρού.
Τίναξε στο πλάι το κεφάλι και μου χαμογέλασε με μάτια που έλαμπαν. Τράβηξε πίσω το ένα της χέρι, πήρε το τσιγάρο απ’ το τασάκι κι έκανε μια γερή τζούρα. Ξεφύσηξε τον καπνό μακριά. Κοίταξε αφηρημένη προς εκείνη την κατεύθυνση και το πάνω χείλος της τρεμόπαιξε ελαφρά:
- Φταίει και που παίρνω αυτό το γαμημένο το πτυχίο,μόνο που δεν ξέρω τι να το κάνω μετά.
Πήρε και τ’ άλλο της χέρι. Συσπειρωνόταν στον εαυτό της πάλι. Το πρόσωπο της έγραφε αυτόματα ότι αισθανόταν.
- Φταίει κι αυτός ο πούστης από την Αθήνα. Το μπουφάν που φοράω είναι δικό του. Του το πήρα με το ζόρι. Του το ‘κλεψα.
- Γιατί;
Ακούμπησε τους αγκώνες στο τραπεζάκι και τράβηξε τις μπούκλες της πίσω απ’ τ’ αυτιά της. Σαν να άφηνε να αποκαλυφθεί ένα σημείο απόκρυφο. Τα σκουλαρίκια της πάνω στο σκούρο χνούδι.
- Το παιχνίδι δηλαδή για σένα παίζεται ακόμα Θεσσαλονίκη-Αθήνα;
- Παίζεται. Γιατί να μην παίζεται; Αφού εμείς από πάνω, έτσι κι αλλιώς είμαστε διαφορετικοί. Από Λάρισα και πάνω είναι μια άλλη Ελλάδα.
- Ο πατέρας μου, ξέρεις γεννήθηκε στη Σαλονίκη. Βαφτίστηκε στον Αϊ Δημήτρη.
- Είδες;
Μια οικογένεια γύφτων πιο πέρα είχαν ένα ραδιόφωνο ανοιχτό.
Έπαιζε μουσική
Το σώμα σου τρελό σκαρί κι απόψε ας αρμενίσει…
Ένα ζεϊμπέκικο παλιό, με χέρια υψωμένα…
Σιγομουρμούρισα τα λόγια του τραγουδιού.
Η φωνή που ερχόταν μαζί με το μπαγλαμαδάκι ήταν του Παπάζογλου.
- Κι αυτός δικός μας είναι, είπε.
- Από πού κατάγονται οι γονείς σου;
- Ο παππούς μου ήρθε απ’ τον Καύκασο.
- Και τι εννοείς, εσείς επάνω είσαστε μια άλλη Ελλάδα;
- Ότι εμείς τα πονάμε ακόμα τα πράγματα. Και μας πονάνε πιο πολύ.
- Και το μπουφάν γιατί το πήρες;
- Έχεις δει Betty Blue;
- Ναι.
- Την μουσική της ταινίας την έχεις ακούσει;
- Νομίζω.
- Τέλος πάντων γι’ αυτό. Τι να σου εξηγώ τώρα.
Έστριψε πάνω στην καρέκλα, ακούμπησε την πλάτη της στον τοίχο και κοίταξε γύρω της αδιάφορα τον κόσμο μέσα στην αίθουσα. Έκανε ένα μορφασμό:
- Πονάει η κοιλιά μου, είπε, κοιτώντας πάντα αλλού. Πριν λίγο που πήγα στην τουαλέτα αδιαθέτησα. Είχα μεγάλη καθυστέρηση. Είναι ειρωνεία. Γι’ αυτό το θέμα χωρίσαμε με τον άλλο. Αυτό ήταν τουλάχιστον η αφορμή.
- Ζω μια ανάλογη ιστορία, είπα.
- Πρόσεξε μη σε τυλίξει η γκόμενα, έκανε ειρωνικά.
Μετά σώπασε απότομα.
Ο δείχτης στο ρολόι του Σταθμού άλλαζε θέση. Ο χρόνος κυλούσε.
Κοιτάω το κορίτσι απέναντι μου.
Πως γίνεται κανείς να φυλαχτεί από τη γλυκα των πραγμάτων;
Κοιτάω το πρόσωπο της προφίλ και ξέρω ότι σε λίγο θα φύγει απότομα απ’ την ιστορία όπως μπήκε.
Στρίβω, ακουμπάω κι εγώ την πλάτη στον τοίχο και κοιτάω απέναντι με τον ίδιο τρόπο, όπως κι εκείνη.
Βλέπουμε την ίδια ταινία. Ανθρώπους με αποσκευές να έρχονται, να φεύγουν.
- Έλα να με βρεις στην Αλεξανδρούπολη καμιά φορά, αν θελήσεις. Μπορεί να σ’ αρέσει πολύ, μπορει και να τη σιχαθείς αμέσως μόλις πατήσεις το πόδι σου εκεί πάνω.
Μισόκλεισα τα βλέφαρα κι έβλεπα τους ανθρώπους απέναντι μου μισούς. Ένα παιδί στάθηκε μπροστά μου πουλώντας ΛΟΤΤΟ. Ένιωσα αμήχανος, του έκανα με τα μάτια «όχι». Είχε τεράστια διαφανή αυτιά και μάτια εβδομηντάρη. Με κοίταξε για λίγο αμίλητο κι απομακρύνθηκε.
- Έλα πάνω στην Γκατζολία να δεις τι περνάμε κι εμείς οι φοιτητές του Δημοκρίτειου. Νιώθω καμιά φορά σαν τους στρατιώτες που υπηρετούν στον Έβρο. Εκεί πάνω είναι άλλος πλανήτης. Υγρασία και κατάθλιψη. Η εξορία του Θεού.
- Ήθελες να περάσεις Παιδαγωγικό;
- Όχι, αλλά το είχα δηλώσει τελευταίο στις επιλογές μου. Κι όταν πέρασα εκεί, τι να έκανα; Σηκώθηκα και πήγα, να ξεφύγω από το σπίτι μου. Έχουμε πολλά βάσανα οικονομικά στο σπίτι. Χοντρά οικονομικά στριμώγματα. Ο πατέρας μου δούλεψε χρόνια μηχανοδηγός σε εταιρίες στη Σαουδική Αραβία. Έζησα μέχρι τα δέκα μου εκεί. Δεν μ’ άρεσε, ήταν σαν γκέτο. Κι υπήρχε ένας φόβος πάντα, μια απειλή. Τους Άραβες δεν τους συμπάθησα ποτέ. Άγριοι μου φαίνοντας, μοχθηροί. Όταν επιστρέψαμε στην Σαλονίκη, με τα λίγα λεφτά που είχε μαζέψει ανοίξαμε ένα μαγαζί ηλεκτρικών συσκευών. Όμως ο πατέρας μου σε ότι κάνει αποτυχαίνει. Το μαγαζί άντεξε λίγα χρόνια το συναγωνισμό και έκλεισε πρόπερσι. Ζούμε από τότε στο χείλος της οικονομικής καταστροφής μ’ όλη τη φαγωμάρα που συνεπάγονται τέτοιου είδους ιστορίες. Μόλις έμαθα λοιπόν κι εγώ ότι πέρασα στην Αλεξανδρούπολη, δεν είχα περιθώρια για πολυτέλειες. Μάζεψα τα μπογαλάκια μου κι έφυγα για να γλυτώσω. Λεφτά από το σπίτι μου δεν έχω να περιμένω. Τη βγάζω στριμόκωλα όπως μπορώ μόνη μου. Με καμιά δουλειά σε μπαρ ή σε καφέ (στην Αλεξανδρούπολη έχει πολλά τέτοια για φοιτητές και στρατιώτες), κάνα μάθημα σε παιδάκι, δουλειές του ποδαριού.
- Και μετά;
- Αυτό ρωτάω και ‘γω τον εαυτό μου κι απάντηση δεν παίρνω. Μετά; ‘Η θα διοριστώ του αγίου αποτέτοιου ανήμερα, αλλά και αν διοριστώ τι θα είμαι για την υπόλοιπη ζωή μου; Μια δασκαλίτσα; Μ’ ανατριχιάζει η ιδέα. Έχεις δει τους δασκάλους τι μίζερα πλάσματα είναι; Υπήρξε και κάτι που διδάχτηκα κατά τη διάρκεια των σπουδών μου – ειδικά σ’ αυτό το έτος, που πάμε και κάνουμε διδασκαλίες, και κάνουμε πρακτική εξάσκηση: ο Δάσκαλος είναι πολύ μεγάλη ιστορία! Είναι το θεμέλιο της εκπαίδευσης. Τελειώνοντας το δημοτικό, το παιδί έχει σχεδόν τελειώσει και από χαρακτήρα. Ελάχιστα πράγματα θα αλλάξουν στη συνέχεια. Ε, λοιπόν, αυτό το επάγγελμα το χουν στην Ελλάδα το πιο πολύ χεσμένο. Γι’ αυτό σου λέω, δεν ξέρω τι θα κάνω μετά. Μπορεί να με πάρει κανείς με μεγάλη προίκα. Μη γελάς! Ή θα μου τη δώσει τελείως και θα ζητήσω να διοριστώ σε κανα μονοθέσιο στα σύνορα. Δασκάλα στους Πομάκους. Γουστάρεις; Ραντεβού στα πομακοχώρια της Ξάνθης!
Αισθανόμουν ένοχος κάθε φορά που κοίταζα το ρολόι στον τοίχο. Το λεωφορείο της θα ‘φευγε σ’ ένα τέταρτο.
- Μ’ αρέσουν τα σκουλαρίκια σου.
Τα ‘πιασε.
- Αυτός μου τα χάρισε, είπε.
Μύρισε τον καρπό της και μου τον έδωσε να τον μυρίσω κι εγώ. Την είχα μυρίσει αυτή τη μυρωδιά και πριν. Είχε μείνει στα χέρια μου από τότε που είχαν πιάσει τα δικά της. Ένα λεπτό άρωμα παγωμένης ζάχαρης.
- Αυτός κι αυτό το άρωμα. Έβαλα μια σταγόνα πριν που πήγα τουαλέτα. Αθώα δεν μυρίζει; Είναι η πρώτη φορά που το βάζω μόνη μου, χωρίς αυτόν. Το ‘βαζα μόνο όταν συναντιόμασταν.
Ο κοσμος είναι γεμάτος μυστικά, είπα μέσα μέσα μου. Δεν είσαι ο μόνος που έχεις. Όλοι οι άνθρωποι έχουν ένα μυστικό μαύρο κουτάκι. Το ανοίγουν στα σκοτεινά μόνοι τους ή μαζί με το άλλο τους μισό κι επικοινωνούν με το μαγικό.
Μια χοντρή κυρία φορτωμένη σακούλες και κρατώντας απ’ το χέρι ένα παιδί ήρθε και κάθησε δίπλα μας. Το παιδί γύρω στα έξι και με στρογγυλά χρυσά γυαλιά. Άλλαξε όλες τις πιο παράξενες και ακροβατικές στάσεις πάνω στην καρέκλα του κοιτώντας μας. Πότε τον ένα και μετά τον άλλο.
- Ταξιδεύεις κι εσυ;
- Κι εγώ. Πάω να δω τον μπαμπά μου στη Θεσσαλονίκη. Μου τον έδωσε η γιαγιά μου και μίλησα στο τηλέφωνο και μου είπε πως μου ‘χει πάρει και δώρο.
- Τι δώρο;
- Μια μικρή αστυνομία
- Αυτοκινητάκι;
- Ναι. Εσύ έχεις αστυνομία δική σου;
- Έχω, μόνο που είναι μοτοσυκλέτα.
- Κουρδιστή ε; Και δε μου λες, εσύ σε πιο σχολείο πηγαίνεις; Στο μικρό ή στο μεγάλο;
- Στο μεσαίο. Εσύ πηγαίνεις νήπια;
- Εγώ δεν ξέρω σε ποιο πηγαίνω. Πάντως έχει πολλά παιδιά.
- Βαριέσαι καθόλου το σχολείο;
- Το βαριέμαι. Όχι πολύ. Λίγο.
Ένα λεωφορείο μπήκε στο Σταθμό και σταμάτησε κάτω από την κρεμαστή ταμπέλα που έγραφε ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ. Ο κόσμος μέσα στην αίθουσα ζωήρεψε. Συνήλθε απ’ την ακινησία του.
Η χοντρή σηκώθηκε, έσκυψε βαριανασαίνοντας, πήρε τις σακούλες και τράβηξε το μικρό από το χέρι. Μας έδειξε τα ρυζάκια δοντάκια του χαμογελώντας και μας χαιρέτησε με τα δάχτυλα τεντωμένα σαν να μας έδειχνε το μανικιούρ του.
- Συνεπιβάτης σου, της είπα, κουνώντας του το χέρι.
Σηκώθηκε απρόθυμα κι αυτή. Έσκυψε και τίναξε πίσω τα μαλλιά της σαν να ήθελε να κερδίσει χρόνο. Ύστερα πέρασε αργά το σακίδιο της στον ώμο.
- Λοιπόν, είπε.
Βγήκαμε έξω κι εκείνη πήγε στα πλάγια του λεωφορείου όπου ήταν σκυμμένος ο οδηγός μπροστά στην πόρτα του χώρου των αποσκευών και γέμιζε.
Έδωσε το σακίδιο εκεί. Μετά ήρθε ξανά κοντά μου.
Στεκόμασταν μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του λεωφορείου. Όλοι οι επιβάτες είχαν ανέβει εκτός από τον οδηγό που τώρα κάπνιζε πιο πέρα και τα ‘λεγε με κάτι άλλους του πρακτορείου, περιμένοντας την ώρα να πάει ακριβώς.
Ο χοντρός μαύρος δείκτης στο ρολόι του σταθμού έδειχνε παρά τρία.
Στεκόμασταν ακίνητοι. Δεν κοιταζόμασταν. Κάποια στιγμή εκείνη κουνήθηκε, έβαλε το χέρι στην τσέπη του αμπέχωνου της, έψαξε κάτι, το βρήκε και μου το έδωσε.
Ήταν ένας μπρούτζινος zippo.
- Τι είν’ αυτό;
- Παρ’ τον. Όχι για ευχαριστώ αλλά για ν’ ανάβεις να με θυμάσαι.
- Σίγουρα;
- Ναι. Αυτόν μια φορά δεν τον έκλεψα.
Ανέβηκε το ένα σκαλοπάτι του λεωφορείου. Μετά το άλλο.
Ισορρόπησε πάνω στα μποτάκια της, γύρισε και με κοίταξε.
Έσκυψε και καθώς τα μαλλιά της άγγιξαν το πρόσωπο μου με φίλησε. Δηλαδή πίεσε ελαφρά τα χείλη της πάνω στα δικά μου.
- Καλή αντάμωση, ψιθύρισε.
Ήξερα πως το πιθανότερο ήταν να μην την ξαναδώ ποτέ ξανά. Κι όμως αυτές οι δυο λέξεις ήχησαν στα αυτιά μου πέρα από κάθε χρόνο και από κάθε τόπο.
Το επόμενο δευτερόλεπτο ο οδηγός είχε πηδήξει στη θέση του, έβαζε μπρος τη μηχανή κι οι πόρτες έκλεισαν απότομα χωρίζοντας το μέσα απ’ το έξω.
Το λεωφορείο βγήκε απ’ το σταθμό, έστριψε στα φανάρια αριστερά και χάθηκε.
-- Κωστής Γκιμοσούλης, εκδόσεις Κέδρος.