18 July 2015

"Πορφυρές μέρες" στον Υμηττό


Με τα πόδια μου να πατούν σε στάχτες:






άκουγαν οι άποιροι τους έμπειρους, πρόσεχαν οι δυνατοί τους αδύναμους, βοηθούσαν οι νέοι τους παλιούς, εμψύχναν τους γενναίους, φρόντιζαν τους μαχόμενους, προστάτευαν όλους, δούλευαν σκληρά, με ρυθμό, ηρεμία, συγκεντρμένοι, δυναμικά...



τόσα άλλαξαν από την τελευταία στιγμή που "πάτησα" στο συγκεκριμμένο σημείο...Φεύγοντας ο διάλογος με έναν εθελοντή πυροσβέστη: Κουραστ'ηκαμε...κουράστηκα...ναι...έγινε όμως δουλεια...καναμε δουλειά,ε...καλή ξεκούραση...(Making-of των φωτογραφίων, αρα και ο τ'ιτλος αναπόσπαστος)


"Πορφυρές μέρες" στον Υμητό https://plus.google.com/photos/110442902186954020543/albums/6172577988276621105?authkey=CIbzkurk7I6elwE
Posted by πορφυρές μέρες on Σάββατο, 18 Ιουλίου 2015

01 June 2015

Πούλια


Η Πούλια και ο Αυγερινός

Τότε που τα παραμύθια έστρεφαν τα βλέμματα των παιδιών ψηλά στον ουρανό για να ακολουθήσουν τον δρόμο των αστεριών.



     Πάρε αλάτι,σαπούνι και μια χτένα…ό,τι και να γίνει ..μην πιείς νερό…

.

Έφυγα από το ψέμμα για λίγο και αντίκρυσα την πραγματικότητα, την τωρινή, σκορπισμένη, άβολη, άναρχη, αβέβαιη



 

Εφόδιο μια μυρουδιά, ένα κλάμμα που γύρησε πίσω, κινήσεις οικείες, ένας δρόμος που έχτισαν οι παλαιοί, βλέμματα αναγνώρισης




Συνεχίζεις. Ακολουθείς και χάνεσαι, προχωράς μόνος, αλλάζεις κατέυθυνση, 
σταματάς για να κάνεις μια παύση

Επαναπροσδιορισμός. 

κοιτάς αριστερά,


 κοτάς δεξιά














Τελικά αγαπάω το χρώμα. Υπάρχει μέσα στο σκοτάδι





Παιχνίδι.                                                                                  παιχνίδια μυαλού, παιχνίδια αισθήσεων. Δεν εντοπίζεται το ψέμμα ούτε η αλήθεια






Κάλεσμα.Ένας γκιώνης ανταποκρίνεται. Ψαχνόμαστε. Ελπίδα. Άκουσα μια φωνή. Αρα να μην είμαι μόνη??? Να μην είναι μόνος??? Που είναι ο Αυγερινός?




Home

Home: New Photography from Greece

Από την έκθεση στο Delmar Gallery, Sydney, Μαϊος 2015

Exhibition held at Delmar Gallery, Sydney, May 2015. Curated by Jacob Aue Sobol and Sun Hee Engelstoft. Organised by the Photography Centre of Thessaloniki. Presented in Sydney by Delmar Gallery in association with Head On Photo Festival.








link: http://issuu.com/delmargallery/docs/home_exhibition_catalogue_delmargal?e=1953195/13240083

27 May 2015

Ξαναφουσκώνει ο χρόνος

Ξαναφουσκώνει ο χρόνος




Πήγες να πιεις μια μπύρα στην γειτονιά που έτυχε να βρεθείς. Απέφυγες τα μέρη που είναι γνωστά. Σαν ξένος νιώθεις, ψάχνωντας για κάποιο μαγαζί σε  ένα μέρος που κάποτε είχες περάσει  χρόνο λόγο δουλειάς. Τίποτα δεν θυμίζει πιά κάτι από την αναπτυξιακή πλάνη της τελευταίας 10ετίας, μια σχεδόν γνώριμη αίσθηση εγκατάληψης πληγώνει την μνήμη σου. Πιό μακριά απ’όσο υπολόγισες, βλέπεις φώτα και καρέκλες. Ήρεμη ατμόσφαιρα, ντρέπεσαι για τον θόρυβο που κάνει το μηχανάκι.


Δεν περίμενες ότι θα έπινες μια μπύρα σε τέτοια ατμόσφαιρα! Από την ρακί κέρασμα/τσόυγγρισμα με αφορμή την πρώτη κουβέντα, τις νεανικές παρέες δίπλα, από την μουσική που ακούγεται από το εσωτερικό του μαγαζιού όπου πιάνεις με μια περίεργη ματιά που ρίχνεις από μακριά ότι οι τοίχοι είναι γεμάτες φωτογεραφίες, από τις απλές και άμεσες ματιές και κουβέντες με τον άνθρωπο που φέρνει την μπύρα σου, καταλαβαίνεις πως έπεσες σε δώρο. Δώρο ως αμοιβή που άντεξες την ξηρασιά, το ψέμμα, την καλυμμένη βία, την εγκατάληψη, τον φόβο και τις απειλές, την προδοσία και την προσβολή. Που αναρωτιώσουν κάποια δευτερόλεπτα, μήπως….


Και πέφτεις σε μια γειτωνιά, οπου κατεβάζουν γλάστρες στο δρόμο, παντού αυτοσχεδιάζουν, άναρχα, ανθρώπινα, και δημιουργούν αισθητική και χάος, ζεστασιά, ηρεμία. Εδω ξαποσταίνεις στα αλήθεια. Σταματάει ο χρόνος, φουσκώνει, γίνεται σημαντικός. Τον ρουφάς με όλες τις αισθήσεις. Αυτό σου θυμίζει, αυτή την αίσθηση, πως ρουφάς τον χρόνο με όλες σου τις αισθήσεις, όπως παλιά, και έτσι γράφεται στα κύτταρά σου. Και σε πάει χρόνια πίσω, πότε απολάμβανες τελευταία φορά εν μέσω πιέσεων τόσο απλά και ανεπίδευτα, τον χρόνο σου? Ακόμα και οι πρώτες σταγόνες βροχής απλά σε τρέπουν σε ήρεμη αναχώρηση. Μια ρακή για το δρόμο. Να ξανάρθεις. Και καβάλλα στη μηχανή, προσεκτικά με την γλίτσα στους δρόμους, αφήνεις χώρω να απλωθει αυτή η αίσθηση και όσες περασμένες εικόνες σου φέρνει στο νου. Αγαπημένα πρόσωπα που έφυγαν, από δω η από κει, και όσα μοιράστηκες μαζί τους, που δεν μπορεί να σ’τα πάρει κανείς.



Είμαστ’ ακόμα εδω, θα’μαστε και αύριο. Χαμόγελο. Σπίτι φτιάχνω μια κρέμα. Δροσιά στο μπαλκόνι. Σαν τα αστέρια στον ουρανό, έτσι σκορπισμένοι είναι οι όμοιοι. Αρκεί να είναι εκεί για να τους βρείς.

29 April 2015

Πως να'ναι εκει εξω στην ομίχλη...?



πανέμορφο....







Hedgehog in the Fog [Yuriy Norshteyn, 1975] HQ

24 April 2015

Εντουάρντο Γκαλεάνο. Μια θαρραλέα φωνή.....

Αναδημοσίευση από

Roadartist......in athens...!!!: Εντουάρντο Γκαλεάνο. Μια θαρραλέα, σπουδαία φωνή.....:





Eduardo Galeano (3 September 1940 – 13 April 2015)
«Τα κράτη
δεν ασχολούνται πλέον με τη διοίκηση και αφοσιώνονται στη αστυνόμευση.
Οι πρόεδροι μετατρέπονται σε διαχειριστές ξένων εταιριών. Οι υπουργοί
Οικονομικών είναι καλοί διερμηνείς. Οι βιομήχανοι μετατρέπονται σε
εισαγωγείς. Οι πολλοί εξαρτώνται ολοένα περισσότερο από τα περισσεύματα
των λίγων. Οι εργαζόμενοι χάνουν τις δουλειές τους. Οι αγρότες χάνουν τη
γη τους. Τα παιδιά χάνουν την παιδική τους ηλικία. Οι νέοι χάνουν την
επιθυμία να πιστεύουν. Οι ηλικιωμένοι χάνουν τη σύνταξή τους. «Η ζωή
είναι λαχείο», ισχυρίζονται όσοι κερδίζουν
.
»
«Ο
επιτυχημένος άνδρας: Δεν μπορεί να κοιτάξει το φεγγάρι δίχως να
υπολογίσει την απόσταση. Δεν μπορεί να κοιτάξει το δέντρο δίχως να
υπολογίσει την αξία του ξύλου. Δεν μπορεί να κοιτάξει έναν πίνακα δίχως
να υπολογίσει την τιμή του. Δεν μπορεί να κοιτάξει τον κατάλογο δίχως να
υπολογίσει τις θερμίδες. Δεν μπορεί να κοιτάξει έναν άνθρωπο δίχως να
υπολογίσει το όφελος. Δεν μπορεί να κοιτάξει μια γυναίκα δίχως να υπολογίσει τον κίνδυνο.
»


«Στο τέλος της ημέρας, είμαστε αυτό που κάνουμε για να αλλάξουμε αυτό που είμαστε»

«Δεν πιστεύω στη φιλανθρωπία. Πιστεύω στην αλληλεγγύη».

«Όλοι είμαστε θνητοί μέχρι το πρώτο φιλί και το δεύτερο ποτήρι κρασί»
(Eduardo Galeano, 1940-2015)
Την
τελευταία του πνοή άφησε χτες σε ηλικία 74 ετών, ο Ουρουγουανός
Εντουάρντο Γκαλεάνο, ένας από τους πλέον γνωστούς συγγραφείς που
ανέδειξε η Λατινική Αμερική τον 20ο αιώνα.  


Αντίο σε μια θαρραλέα, σπουδαία φωνή.
 

17 April 2015

Ανθισμένες Νεραντζιές




Το φως ρίχνει ακόμα σκιά

Τα όνειρα ομως άδειασαν

Τα αντικατέστησαν μικρά και ασήμαντα θέλω.

Απο τις ανθισμένες νεραντζιές τα βράδυα μεθάω

.







05 March 2015

Βλέμμα



Η διάθεση της ημέρας...

Με αφορμή το μερικό άνοιγμα του στρατοπέδου της αμυγδαλέζας,
Mε αφορμή την έκδοση του βιβλίου "Ο τελευταίος του Καϊσλιγκεν" με τις αναμνήσεις του Μ. Σαμπατακάκη  ο οποίος υπήρξε αιχμάλωτος του Μπλόκου Δουργουτίου,
Με αφορμή τους δεκάδες φίλους που έφυγαν μετανάστες σε άλλες χώρες,
Με αφορμή το ερώτημα πως να εκφράζεσαι: σε μια - οποιαδήποτε- γλώσσα (και του σώματος, και της εικόνας, και της μουσικής, της ποίησης...)

...θυμήθηκα μια εικόνα, Αθήνα, χειμώνας 2014



Είσαι μετανάστης, είσαι πρόσφυγας, είσαι κρατούμενος, είσαι στο δρόμο...

Είμαι μπροστά η πίσω από τα συρματοπλέγματα?
Είμαι το βλέμμα της γάτας η βλέπω την γάτα?
Αλλάζει το βλέμμα της γάτας πίσω από συρματοπλέγματα?
Αλλάζει ο τρόπος πως βλέπεις τον κόσμο?
Αλλάζει η άνοιξη???


03 March 2015

σκόρδα, πάθη, σκρατς


σκόρδα, πάθη, σκρατς

(5 εικόνες από αυτές που δεν τράβηξες και σου μένουν αξέχαστες, με τα λόγια του "Βυτιου", που έχει την πέννα....)


1.
Καθώς βγάζω το σκύλο βόλτα περνάμε μέσα από τη λαϊκή. Είναι πρωί, ο κόσμος ακόμη δεν είναι πολύς. Στη γωνία ακριβώς απέναντι απ’ την αρχή της λαϊκής, ένας μάλλον μικρός πάγκος. Σκόρδα καλά τακτοποιημένα σε μικρά διχτάκια και χαρτιά κουζίνας. Ένας πιτσιρικάς, 12 με 14 χρονών ανεβάζει το τελευταίο ρολό στο καθορισμένο σημείο. Δίπλα του ένας κύριος, μάλλον ο πατέρας του. Του λέει, «πετάγομαι μια στιγμή μέχρι το αυτοκίνητο να το πάρω κι έρχομαι. Θα ‘σαι οκ;». Ναι λέει το πιτσιρίκι και κάνει ο πατέρας να φύγει αλλά κοντοστέκεται. Γυρνάει, το πλησιάζει και του κουμπώνει το μπουφάν μέχρι πάνω. «Κάνει κρύο» λέει κι απομακρύνεται. Το πιτσιρίκι με το μπουφάν τέλεια κλεισμένο και ανεβασμένη την κουκούλα στέκεται πίσω από τον πάγκο και περιμένει πελάτες.
Λίγο παραπέρα, στην άλλη γωνία του τετραγώνου, υπάρχει ένα σχολείο. Βλέπω τα παιδιά που τρέχουν στην αυλή, πρέπει να έχουν διάλειμμα. Μια γυναίκα, με ένα πολύ κομψό παλτό και ασορτί τσάντα, πλησιάζει στα κάγκελα. «Πέτρο» φωνάζει γλυκά. Ο Πέτρος έρχεται φωνάζοντας «η μαμά μου». Η μαμά του, του εξηγεί ότι πάει μέχρι το σούπερ μάρκετ, ο Πέτρος αντιδρά γιατί της έχει πει ότι είναι καλύτερος ο βασιλόπουλος από το καρφούρ, αυτή γελάει με το σχόλιο και αμέσως παρατηρεί ότι ο Πέτρος τρέχει στην αυλή στο διάλειμμα χωρίς μπουφάν. Του το λέει, έχει κρύο, είναι δυνατόν να μη φοράει το μπουφάν, αλλά ο Πέτρος γελάει, γελάει κι αυτή, τον χαιρετάει και ο Πέτρος συνεχίζει το τρέξιμο.
Όλα αυτά ενώ είναι Παρασκευή, που θα πει καθημερινή, και τα δύο συνομήλικα (πάνω κάτω) παιδιά ακούνε ότι κάνει κρύο και θα πρέπει να φοράνε τα μπουφάν τους και μάλιστα κουμπωμένα. Το ένα παιδί είναι στον πάγκο με τα σκόρδα και τα χαρτιά κουζίνας και φοράει την κουκούλα, το άλλο τρέχει στην αυλή, παίζει μπάλα, γελάει, προτιμά το βασιλόπουλο.
Ο λαϊκιστής σκηνοθέτης που κατοικεί πίσω απ’ τα μάτια μου παίζει με τις εξής εκδοχές:
α) ίδια είναι η αγάπη, ίδια κι απαράλλαχτη. Ο λαϊκατζής που δουλεύει με το μικρό του γιο και η κυρία που περνάει έξω απ’ το σχολείο με το κέφι της είναι δυο στάλες απ’ το ίδιο κρασί. Και οι δύο για το μπουφάν μιλάνε και οι δύο για το κρύο μιλάνε και οι δύο με την ίδια κίνηση έρχονται στο πρωινό της Παρασκευής. Χαμηλώνουν λίγο το κορμί τους, πιάνουν τις άκρες του μπουφάν, τις φέρνουν κοντά και ζεσταίνουν τα παιδιά τους. Και οι δυο προσεύχονται στο ίδιο άγιο φερμουαράκι.
β) καθόλου ίδια δεν είναι η αγάπη, η ζωή, η πραγματικότητα και το πρωινό της Παρασκευής. Στον ένα κόσμο κάποιος περνάει καλά με τους συνομηλίκους σε μια αυλή, αντιγράφοντας τον Μέσι και ξέρει τη διαφορά των σούπερ μάρκετ και ποιο έχει μεγαλύτερη ποικιλία αλλαντικών και ποιος ξέρει τι άλλο και κάνει χιούμορ με τη μάνα του. Στον άλλο κόσμο κάποιος τακτοποιεί σκόρδα σε διχτάκια, τα τοποθετεί σε ένα ξύλινο πάγκο, τα πουλάει, περιμένει τον πατέρα του να γυρίσει από το αυτοκίνητο, είναι καθημερινή και δεν έχει σχολείο, βλέπει εμένα με το σκύλο που πάμε αμέριμνοι την πρωινή μας βόλτα πίσω απ’ τα παλτά  μας και δεν ξέρει αν κρυώνει ή δουλεύει ή τραγουδάει έτσι είναι η ζωή και πώς να την αλλάξεις.
IMG_1651
2.
Τα πρωτοσέλιδα υπογραμμίζουν ότι ο λαός διαπραγματεύεται, ο λαός στηρίζει, ο λαός ανησυχεί, ο λαός φοβάται, ο λαός ενώνεται και ο λαός διχάζεται. Διαβάζεις με πλήρη αδιαφορία τα ρεπορτάζ και τις δημοσκοπήσεις και δεν καταλαβαίνεις τίποτα, απλά καταναλώνεις νούμερα, ποσοστά και την ιδέα του καθενός για το πού πάει το πράγμα και το «τι πιστεύει ο κόσμος». Τυχαίνει όμως Κυριακή μεσάνυχτα να συναντηθείς με ένα κομμάτι της κοινής γνώμης έξω από τα επείγοντα του δημόσιου νοσοκομείου.
Η γριά στο φορείο με ορό και αναπνευστικό σωληνάκι κουτουλάει σε πόρτες και τοίχους καθώς μεταφέρεται. Έχει ένα τεράστιο μπαλόνι (απλό κόκκινο ή μίκυ, οι λεπτομέρειες είναι προς διερεύνηση) κάτω απ’ το στήθος. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο με τέτοιο φουσκωμένο θώρακα, αλλά βέβαια δεν συχνάζω στα νοσοκομεία. Μόλις συνέρχεται λίγο, η κόρη της, της ανακοινώνει ότι περιμένουν κάποιες επιπλέον εξετάσεις, και απόψε θα μείνει μέσα «για παρακολούθηση». Ύστερα προσπαθεί κάπως να βολευτεί καλύτερα στο δωμάτιο αναμονής και μιλάει κάποια στιγμή μόνο για να πει «πωπωπω, τα πάθη του χριστού περνάω». Και ιδού ένας τρόπος να έρχεσαι σε επαφή με τέτοια θέματα, πέρα απ’ τη συζήτηση για το χωρισμό κράτους εκκλησίας, τους παπάδες, τις φωτογραφίες μικρού ξωκλησιού κρεμασμένου πάνω απ’ τη θάλασσα και όλα τα σχετικά. Όταν δεν προσεγγίζουμε τα ζητήματα πολιτικά, σκεφτόμαστε με καρτ ποστάλ, αυτό είναι γνωστό εδώ και χρόνια. Η γριά όμως δεν μπορεί αλλιώς να περιγράψει την κατάστασή της, δεν μπορεί αλλιώς να αφηγηθεί το βάσανό της (που διαβεβαιώνω έμοιαζε πελώριο), παρά μπορεί μόνο να πει «τα πάθη του χριστού περνάω». Και ο χριστός δεν είναι μόνο αγάπη και ελπίδα, είναι το καταφύγιο των λέξεων, το ύστατο βοήθημα μια περιγραφής που αλλιώς θα έμενε λειψή και δυσνόητη. Εκεί, στο Αλεξάνδρα, Κυριακή μεσάνυχτα, η γριά περνούσε τα πάθη του χριστού και όντως τα περνούσε και αν μπορείς έλα σε μένα τον τυχαίο διπλανό της αναμονής να μου δώσεις να το καταλάβω αλλιώς.
Παραπέρα άλλη γριά με κάτι σαν αυτοσχέδια γκλίτσα/μπαστούνι παλεύει κάθε τόσο να σηκωθεί απ’ την καρέκλα της αναμονής στηριζόμενη και με τα δύο χέρια σ’ αυτό. Ζορίζεται, αλλά δεν βαρυγκομάει.  Ο γιος της, ένας αλαφροΐσκιωτος, με πέντε δόντια, παραλλαγή αεροπορίας, σκουφί χωρητικότητας δυο κεφαλιών ακόμη τουλάχιστον, προσπαθεί να την ηρεμήσει, θα μας φωνάξουν, λέει, πού πας, αφού δεν μπορείς, έχεις το πόδι σου. «Ε, θα το σύρω και αυτό τι θα κάνει, θα περπατήσει» του απαντάει και όντως το σέρνει κι αυτό υπακούει, αντανακλαστικά θα έλεγες και περπατάει. Ο γιος δεν μπορεί να κάτσει σε ένα μέρος, μιλάει σε ένα κινητό το οποίο αδυνατώ να καταλάβω πόσο παλιό είναι, με κάποια θεία και όταν περνάει από δίπλα μου παρατηρώ ότι στην τσέπη της παραλλαγής έχει ένα χαρτί υγείας. Ακριβώς όπως στο στρατόπεδο, ήξερες πως  όλοι κυκλοφορούν με το κωλόχαρτο στην τσέπη, σχεδόν μόνιμα. Τα κωλόχαρτα στο στρατό είναι γι’ αυτό ακριβώς το λόγο πλακέ.
Αργότερα καταφτάνει μια γυναίκα, η οποία όπως συνηθίζεται θα τσακωθεί με σχεδόν όλους για τη σειρά. Είναι καπάτσα και το μάτι της παίζει. Θα θελήσει να περάσει τον γέρο της πρώτο, λόγω ηλικίας και «ανάγκης». Κάποιες φωνές, κάποια ντροπή, κάποιοι παρακολουθούν αμίλητοι. Η γυναίκα, γύρω στα πενήντα, ξανθιά, ψηλές μπότες, με κάτι σαν γούνα και διάφορα χρυσαφικά. Οι υπόλοιποι την μετράνε. Ήρθε απευθείας από κάποιο κωλόμπαρο που σύχναζε ο κωλόγερος ή πρόκειται για μια απ’ αυτές τις περιπτώσεις που παλιά φύλαγε τον γέρο και τώρα, τώρα ποιος ξέρει τι ακριβώς; Τα βλέμματα φυσικά έχουν αποφασίσει, η ίδια έχει τσακωθεί και έχει τακτοποιήσει τον γέρο της. Περιμένουν τα αποτελέσματα μόνοι τους σε ένα διπλανό δωμάτιο που έχει ένα μηχάνημα για υπέρηχους. Ο γέρος κάθεται στην καρέκλα κι αυτή έχει μισοξαπλώσει στο κρεβάτι. Ο γέρος την κοιτάζει και δε μιλάει. Σχεδόν θαυμάζει το θέαμα. Αυτή απλά ψάχνει κάτι στο κινητό της.
IMG_1652
3.
Τη βλέπω στην Αιόλου, κοντά στην Αγία Ειρήνη. Φοράει στενό τζιν, απ’ αυτά τα κάπως μεγάλα ημιαθλητικά παπούτσια, σκούρο παλτό και σκούφο. Είναι τραγουδίστρια βορειοευρωπαϊκής ιντι φολκ μπάντας, Γαλλίδα φοιτήτρια αρχιτεκτονικής, underground ηθοποιός που η ομορφιά της την καταδικάζει να φωτογραφηθεί σύντομα γυμνή στη lifo. Ή είναι κάποια που δεν μπορεί να περιγραφεί ακριβώς γιατί υποψιάζεσαι ότι κάνει κάποιο αλλόκοτο επάγγελμα που δεν έχεις ξανακούσει ή γιατί είναι σχεδόν σίγουρο ότι κατάγεται από πέντε διαφορετικά μέρη τουλάχιστον. Φτιάχνω σενάρια στο μυαλό μου και καθώς περπατάει, τη βλέπω να σταματάει απότομα και να γυρνάει στα δεξιά της. Ο λαχειοπώλης της λέει πονηρά «Σκρατς;» κι αυτή απαντάει με το πλέον ελπιδοφόρο βλέμμα «εννοείται». Τους προσπερνάω βιαστικά και αναρωτιέμαι.Άραγε να κέρδισε; Και τι είναι το σκρατς; Και ποιος ψωνίζει από τον υπαίθριο λαχειοπώλη;
Και πως θα χωρέσει η ζωή στο σχήμα που έχουμε για να την περιγράψουμε; Τα ετοιματζίδικα πλαίσια πάει χάλασαν κι άντε να βρεις εσύ τρόπο να μιλήσεις τον καιρό χωρίς να αδικήσεις και να μικρύνεις τους ανθρώπους και τα πάθη τους.


πηγή: βυτιο

feel free to share with you friends