το ΒΟΥΝΟ ΤΩΝ ΘΕΩΝ & ΤΡΕΛΛΩΝ
...αποκαλούσα τα Γεράνεια Όροι, κατρακυλώντας και χοροπηδώντας στους πέτρινους δρόμους
με τα off road λάστιχα στο μηχανάκι μου, ανακαλύπτοντας όλο καινούργιες πτυχές, κρυμμένους θησαυρούς, νερά και λειβάδια, καλύβες και πηγές, συναντούσα ολιγομίλητους ανθρώπους, που με μια κουβέντα
έλεγαν ότι δεν μπορούσε να ειπωθεί σε δεκάδες σελίδες, και ίσως να χώραγε σε μια εικόνα.
Προχθές κάΐκε το δεύτερο 1/3, από την πλευρά των Αλκυωνίδων. Από κείνη την μεριά τώρα βλέπω το βουνό και πενθώ.
Και επειδή δεν έχω αυτόν τον Λόγο, θα τον δώσω στον Νικηφόρο
Βρεττάκο, από τα
Ποιήματα για το ίδιο βουνό
Ι
Όχι ακόμη, δεν ήρθα να σε αποχαιρετήσω
αδελφέ, που σε ανέβηκα
πρώτη φορά όταν ήμουν φως
σ’ ένα μίσχο. Οι περσότεροι
στίχοι μου είναι κτίσματα
πάνω σου. Κι αν ο λόγος μου
γίνονταν Λόγος, θα μέναμε όρθιοι
τότε κ’ οι δυο σαν πέτρες
πρώτη φορά όταν ήμουν φως
σ’ ένα μίσχο. Οι περσότεροι
στίχοι μου είναι κτίσματα
πάνω σου. Κι αν ο λόγος μου
γίνονταν Λόγος, θα μέναμε όρθιοι
τότε κ’ οι δυο σαν πέτρες
παράλληλες. Όμως μέσα
στο ανάστατο δάσος του κόσμου
σήμερα ο Λόγος δύσκολα
ακούγεται. Αλλά τα παιδιά
στο ανάστατο δάσος του κόσμου
σήμερα ο Λόγος δύσκολα
ακούγεται. Αλλά τα παιδιά
το ξέρω πως μέσ’ από τα
βιβλία μου αύριο θα μαζεύουν
λουλούδια και πως θα μιλούν
για το θαύμα – ζωή, κοιτώντας
τον κόσμο μες απ’ τους στίχους μου.
για το θαύμα – ζωή, κοιτώντας
τον κόσμο μες απ’ τους στίχους μου.
ΙΙ
Σε ανέβαινα, σε κατέβαινα, ουρανό
φορτωμένος για τις ανάγκες μου.
Οι λέξεις μου, κάλυκες, έπρεπε
να γιομίζουν με φως. Οι στίχοι μου
φορτωμένος για τις ανάγκες μου.
Οι λέξεις μου, κάλυκες, έπρεπε
να γιομίζουν με φως. Οι στίχοι μου
γλάστρες στου Θεού το παράθυρο.
ΧΙΙ
Θέλω να υφάνω, ν’ αποδώσω με λέξεις
το ρυθμό του νερού, που χτυπάει
στα χαλίκια κάτω απ’ τις φτέρες σου.
Ν’ ακούγεται όμοια κ’ η ψυχή μου
κυλώντας, λέξη τη λέξη, μέσα
στους στίχους μου, να ρέει
συνεχώς, καθαρά, τρυφερά,
(από δω ουρανός κι από κει ουρανός )
μουσική δωματίου μέσα στο χρόνο.
το ρυθμό του νερού, που χτυπάει
στα χαλίκια κάτω απ’ τις φτέρες σου.
Ν’ ακούγεται όμοια κ’ η ψυχή μου
κυλώντας, λέξη τη λέξη, μέσα
στους στίχους μου, να ρέει
συνεχώς, καθαρά, τρυφερά,
(από δω ουρανός κι από κει ουρανός )
μουσική δωματίου μέσα στο χρόνο.
ΙΧ
Είχα ανάγκη να υπάρχεις. Να βρω
ν’ ακουμπήσω κάπου τη λύπη μου.
Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα,
αισθήματα, ιδέες, ήταν ρευστά,
χρειαζόμουν μια πέτρα στερεή
ν’ ακουμπώ το χαρτί μου.
Μην αποσύρεις την πέτρα σου,
Κύριε, και μείνουν τα χέρια μου
στο κενό. Έχω ακόμη να γράψω.
Σε καιρούς όπου όλα, πρόσωπα,
αισθήματα, ιδέες, ήταν ρευστά,
χρειαζόμουν μια πέτρα στερεή
ν’ ακουμπώ το χαρτί μου.
Μην αποσύρεις την πέτρα σου,
Κύριε, και μείνουν τα χέρια μου
στο κενό. Έχω ακόμη να γράψω.